παχύσπερμος

παχύσπερμος
πᾰχύ-σπερμος, ον,
A having thick semen, Gal.1.339.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παχύσπερμος — having thick semen masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παχύσπερμος — ον, Α (για πρόσ.) αυτός που έχει παχύ σπέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ * + σπερμος (< σπέρμα), πρβλ. πολύ σπερμος] …   Dictionary of Greek

  • παχυσπερμοτάτη — παχύσπερμος having thick semen fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παχυ- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. παχύς και προσδίδει στο β συνθετικό τις σημ: α) «παχύς, χοντρός, εξογκωμένος, πηχτός» (πρβλ. παχύ αιμος, παχύδερμος, παχύ ρρευστος, παχύ σαρκος, παχύ σωμος) β)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”